- αγεωμέτρητος
- -η, -ο (Α ἀγεωμέτρητος, -ον) [γεωμετρῶ]αυτός που δεν γνωρίζει γεωμετρία και, γενικά, μαθηματικάαρχ.1. (για μαθημ. προβλήματα ή γεωμ. σχήματα) ο μη γεωμετρικός, ανώμαλος, ακανόνιστος2. απαίδευτος, αμαθής«ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», φρ. χαραγμένη στην πόρτα της Ακαδημείας τού Πλάτωνος και η οποία κατ’ άλλους εννοεί αυτούς που δεν γνωρίζουν μαθηματικά, κατ’ άλλους γενικά τους απαίδευτους και, για ορισμένους, αυτούς που δεν ρυθμίζουν τη ζωή τους με γνώμονα τον Ορθό Λόγο. Η φράση αποδίδεται και στον Πυθαγόρα. Κάτι ανάλογο έγραψε και ο Ευγένιος Βούλγαρις στην είσοδο τής Αθωνιάδος Σχολής: «Γεωμετρήσων εἰσίτω, οὐ κωλύωτῷ δὲ μὴ θέλοντι συζυγώσω τὰς πύλας».
Dictionary of Greek. 2013.